καθηλώνω — καθηλώνω, καθήλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… … Dictionary of Greek
καθηλώνω — καθήλωσα, καθηλώθηκα, καθηλωμένος, αναγκάζω κάποιον να σταματήσει και να μείνει ακίνητος: Με πυκνές ριπές καθηλώσαμε τον εχθρό πάνω στο λόφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαθήλωτος — η, ο (Α ἀκαθήλωτος, ον) [καθηλώνω] (και μτφ.) αυτός που δεν καθηλώθηκε, δεν στερεώθηκε με καρφιά, ακάρφωτος … Dictionary of Greek
ενηλώ — (Α ἐνηλῶ, όω) [ηλώ] καθηλώνω, καρφώνω, στερεώνω, προσαρτώ κάτι … Dictionary of Greek
εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εφηλώνω — και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, όω) [έφηλος] καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο αρχ. παθ. ἐφηλοῡμαι, όομαι α) καρφώνομαι στερεά β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
καθήλωση — η (Α καθήλωσις) [καθηλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθηλώνω, η στερέωση με καρφιά, η προσήλωση, το κάρφωμα νεοελλ. η ακινητοποίηση, η συνεχής ή αναγκαστική παραμονή σε μια θέση, στάση ή κατεύθυνση (α. «καθήλωση στο κάθισμα» β. «καθήλωση… … Dictionary of Greek
καθηλώ — καθηλῶ, όω (AM) βλ. καθηλώνω … Dictionary of Greek
καρφώνω — κάρφωσα, καρφώθηκα, καρφωμένος 1. χώνω καρφιά σε ξύλο ή κάποιο σώμα, καθηλώνω: Ο Χριστός καρφώθηκε πάνω στο σταυρό από τους εβραίους. 2. χτυπώ κάποιον με μαχαίρι: Τον κάρφωσε στην πλάτη. 3. καταδίδω: Τον κάρφωσε στην αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)